ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΠΤΕΡΥΓΑ Ι. Μ. ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ

Project
ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΚΑΣΤΡΟΤΟΙΧΟΥ & ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΝΕΑΣ ΠΤΕΡΥΓΑΣ

Κύριος ρόλος
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΟΡΙΣΤΙΚΗ - ΜΕΛΕΤΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

ΣΤΑΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ: Arxiko

ΗΛΜ ΜΕΛΕΤΗ: SCHEMMA ΜHXANIKOI

2020-2022

Η ιερά μονή Ξενοφώντος έχει συνεχόμενη ζωντανή παρουσία από τον 11ο αιώνα μ.Χ. μέχρι και σήμερα. Αυτή η υπερχιλιετής ιστορία έχει αντίκτυπο φυσικά, εκτός των άλλων, και στο κτισμένο περιβάλλον με αποτέλεσμα ένα κτιριακό παλίμψιστο με τις δικές του ξεχωριστές αλλά και τις κοινές με τις άλλες μονές ιδιαιτερότητές του. Η χαρακτιριστικότερη αυτών είναι ή συνύπαρξη δύο καθολικών ναών, το παλαιό των βυζαντινών χρόνων (11ος έως και 16ος αιώνας) και το νέο, που είναι δημιούργημα του 19ου αιώνα. Η ιδιαιτερότητα αυτή είναι αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης διαδικασίας, που είχε την αφετηρία της στην εποχή της ανασύστασης του κοινόβιου χαρακτήρα της μονής στα 1784 και την πρόθεση της τότε αδελφότητας να διευρύνει τον μικρό αρχικό περίβολο. Η επέκταση του καστρότοιχου έγινε προς τα βορειοδυτικά. Τα αρχικά οικοδομήματα της νότιας και της δυτικής πτέρυγας όμως αποτεφρώθηκαν από πυρκαγιά που ξέσπασε στις 24 Φεβρουαρίου 1817 και εντέλει ανακατασκευάστηκε μόνο η νότια κόρδα. Ακολούθησε η μετά πολλών δυσκολιών ανέγερση του νέου καθολικού, του οποίου η αγιογράφιση δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη. Έτσι για δύο αιώνες περίπου έμενε ανολοκλήρωτο το όραμα της υπό του γέροντος Παϊσίου αδελφότητας. Η πρόταση αυτή προσπαθεί να υπηρετήσει συγκεκριμένες ανάγκες σε χώρους των μοναχών και να τις εντάξει αρμονικά στο ιστορικό «ζωντανό» μνημείο μέσα στα πλαίσια μιας εν δυνάμει ετεροχρονισμένης και δημιουργικής ολοκλήρωσης της αρχικής περίκλειστης κτιριακής σύνθεσης της επέκτασης της μονής, των αρχών του 19αι. 

Η αυξανόμενη τάση αναχωριτισμού της σύγχρονης εποχής σε συνδυασμό με την αντίστοιχη αύξηση των επισκέψεων προσκυνηματικού χαρακτήρα και ο απαραίτητος εκσυχρονισμός ορισμένων χώρων που σημαίνει προσθήκη επιπλέον βοηθητικών χώρων ειδικών απαιτήσεων, οδηγούν στην ανάγκη εξεύρεσης χώρου ανέγερσης νέας πτέρυγας που να μπορεί να φιλοξενήσει μοναχούς ή και ιερείς σε κάποιες περιπτώσεις, προσφέροντας τις κατάλληλες συνθήκες ησυχασμού. Προτείνεται ένα επίμηκες κτίριο 37μ., μικρού βάθους μόλις 6 έως 7μ., στην ανατολική πλευρά της επέκτασης του 19ου αιώνα, βαθμιδωτά πολυόροφο (δύο, τρεις και τέσσερις ορόφους) που ακολουθεί τις απολήξεις του καστρότοιχου, είναι ανεξάρτητο στατικά από αυτόν και ολοκληρώνεται σε μικρή απόσταση από το υφιστάμενο διώροφο κτίσμα. Τα νέο κτίριο διαχωρίζεται από το υφιστάμενο με τη διαφορετική μορφολογία του και τον υπαίθριο χώρο που αφήνεται μεταξύ των. Η προσθήκη στο υφιστάμενο, προτείνεται αντιστικτικά, με προεξοχές μακεδονίτικου τύπου. Στον ενδιάμεσο υπαίθριο χώρο τοποθετείται η λιθόκτιστη κλίμακα πρόσβασης των δύο κτιρίων. Λαμβάνοντας υπόψη τον χαρακτήρα του 18ου, 19ου αι των υφιστάμενων κτισμάτων, τις πτέρυγες κατοικίας στο Άγιον όρος της ίδιας εποχής και τα νέα κτίρια της βόρειας και της δυτικής πτέρυγας του τμήματος της επέκτασης της μονής, η δυτική όψη του νέου κτιρίου διαμορφώνεται με επάλληλα τυφλά αψιδώματα και λίγα δοξάτα που περιορίζονται στο βορεινό κλιμακοστάσιο. Το προτεινόμενο πλάτος των αψιδωμάτων και των δοξάτων είναι μία οργυιά. 

Με τις μικρές διαφοροποιήσεις του βάθους των λειτουργικών και δομικών στοιχείων που ακολουθούν την βαθμιδωτή διάταξη του ύψους, επιχειρείται διάσπαση του μεγάλου μήκους του κτιρίου και αρμονικότερη ένταξη στο άμεσο περιβάλλον. Το γεγονός ότι ο κύριος όγκος του κτιρίου βρίσκεται πίσω από το καθολικό καθώς και το πολύ μικρό βάθος των χώρων καθιστά σχεδόν σκηνογραφική την πλάγια όψη του κτιρίου και ελαχιστοποιεί την αίσθηση βαριάς προσθήκης. Με την πρόταση των ξύλινων εξωτερικών διαχωριστικών στις δύο αψίδες στο τμήμα του κτιρίου που προβάλει δίπλα από το καθολικό επιχειρείται επιπλέον ελάφρυνση του όγκου και αντιστικτική λειτουργία των υλικών. Η μικρή απόσταση του νέου κτιρίου από την κόγχη του ιερού (3μ. η ελάχιστη στο μεγαλύτερο ύψος και 2.30μ στη στάθμη της προεξοχής) δεν θεωρούμε ότι αποτελεί αρνητικό στοιχείο, αντιθέτως αποτελεί μια μεταβυζαντινή ή και παλαιότερη συνηθισμένη πρακτική τουλάχιστον στα μοναστήρια του Αγίου Όρους (Ιερές Μονές Παύλου, Δοχειαρίου, Παντοκράτορος, Σταυρονικήτα και άλλες) όχι πάντα μόνο για λόγους τεχνικούς ή έλλειψης χώρου, αλλά ίσως εξυπηρετώντας και ορισμένες ανάγκες πιο υπερβατικές. Στην βόρεια πλευρά σε άμεση επαφή με το κλιμακοστάσιο και σε διάλογο με την βόρεια πτέρυγα δημιουργούνται δύο παρεκκλήσια. σύμφωνα με την τουλάχιστον μεταβυζαντινή παράδοση δημιουργίας παρεκκλησιών στις γωνίες των πτερυγών των μονών του Αγίου Όρους. 

© 2025 Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα!